- Τεύτα
- Τεύ̱τᾱ , Τεῦταfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τεῦτα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύτα — Βασίλισσα της Ιλλυρίας, η οποία διαδέχτηκε το 230 π.Χ. τον σύζυγό της Άγρωνα. Όταν η Ήπειρος, η Κέρκυρα και η Επίδαμνος λεηλατήθηκαν από Ιλλυριούς πειρατές κατά το 230 και 229, ζήτησαν τη βοήθεια των Ρωμαίων και αυτοί έστειλαν πρεσβεία προς την Τ … Dictionary of Greek
σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεύτας — Τεύ̱τᾱς , Τεῦτα fem acc pl Τεύ̱τᾱς , Τεῦτα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυλάντιοι — Πολυπληθές και ισχυρό ιλλυρικό έθνος, το οποίο κατοικούσε την ενδοχώρα των αρχαίων ελληνικών, στο Ιόνιο πέλαγος, αποικιών Επιδάμνου, που ονομάζονταν Ταυλαντία και Ταυλάντιο. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Τ. ζούσαν ανεξάρτητοι από τα άλλα ιλλυρικά … Dictionary of Greek
Άγρων — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Κώος που περιφρόνησε τους θεούς και λάτρευε μαζί με τους συγγενείς του μόνο τη Γη, πράγμα που έκανε τους θεούς να μεταμορφώσουν και αυτόν και τους συγγενείς του σε διάφορα πουλιά. 2 … Dictionary of Greek
Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου … Dictionary of Greek
σιτευτάς — σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc acc pl σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτευτά̱ς , σιτευτός fed up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
trei- — trei English meaning: three Deutsche Übersetzung: “drei” Grammatical information: nom. m. trei̯es, nom. acc. n. trī, acc. n. trins, f. tis(o)res, (dissimil. from *tris(o)res, etc.) Material: 1. O.Ind. tráyaḥ m., trī, newer… … Proto-Indo-European etymological dictionary